- γλυκοκοίμισμα
- το убаюкивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοκοίμισμα — το 1. το να κοιμίζει κάποιος ένα παιδί γλυκά, ευχάριστα 2. το γλυκοκοίμημα … Dictionary of Greek